Ο Joseph Pulitzer ήθελε να λέει αλήθειες
Το όραμα του ανθρώπου που έγινε το πιο σεβαστό βραβείο της αμερικανικής δημοσιογραφίας, η ζωή του και κάποιες ατάκες.
Τα βραβεία Pulitzer είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει σε τιμές δημοσιογραφικής δουλειάς στην Αμερική. Eίναι και ο τρόπος που ‘χουν οι δημοσιογράφοι όλων των άλλων χωρών, να εξηγούν πως η δουλειά τους είναι καλή, αλλά όχι και άριστη (“δεν πήρα δα, και Pulitzer”). Σήμερα θα δούμε ποιος ήταν ο Joseph Pulitzer, τι έκανε στη ζωή του ως άνθρωπος των media, γιατί τα βραβεία έχουν το όνομα του και κάποιες από τις φράσεις που είπε και πέρασαν στην ιστορία.
Φέτος συνεχίστηκε το trend να βραβεύονται ομαδικές δουλειές, με τους The New York Times και Washington Post να κυριαρχούν, σε επίπεδο μέσων. Εξασφάλισαν μαζί πέντε βραβεία, εκ των οποίων τα δύο ήταν κοινά. Το ένα αφορούσε τις αποκαλύψεις για τον Harvey Weinstein. Το άλλο είχε να κάνει με το σκάνδαλο της εμπλοκής Ρώσων hackers στη διαμόρφωση των αποτελεσμάτων στις αμερικανικές εκλογές που “έβγαλαν” για Πλανητάρχη τον Donald Trump.
Υπήρξε και μια βράβευση, ιστορικής σημασίας: για πρώτη φορά το Pulitzer της μουσικής δεν πήγε σε κλασικό έργο ή σε jazz, αλλά στον ράπερ Kendrick Lamar. Με αυτά και με αυτά, το News 24/7 έκρινε πως ήλθε η ώρα να γνωρίσουμε τον άνθρωπο που εμπνεύστηκε αυτά τα βραβεία -αλλά και όσα έκανε για να αλλάξει τον Τύπο.
Το Makó είναι πόλη που θα βρεις νοτιοανατολικά της Ουγγαρίας, πάνω στον ποταμό Maros. Ανήκει στο Csongrád, κοντά στα σύνορα με τη Ρουμανία. Eίναι η πιο ζεστή περιοχή της χώρας, γνωστή για τα κρεμμύδια της (hungarikum) και τις ιαματικές πηγές, ενώ εκεί θα βρεις και το μεγαλύτερο κοίτασμα φυσικού αερίου της κεντρικής Ευρώπης. Δημιουργήθηκε ως εβραϊκή κοινότητα, στις αρχές του 18ου αιώνα (ο επίσκοπος της περιφέρειας τους είχε παραχωρήσει συγκεκριμένο κομμάτι γης, το 1740 που σύντομα έγινε κοινότητα). Τη σήμερον ημέρα έχει περί τους 24.000 κατοίκους και όλα αυτά προφανώς να μη τα αναζητούσαμε ποτέ, αν δεν ψάχναμε όλες τις πληροφορίες που αφορούν τον Joseph Pulitzer.
Συγγνώμη, τον Politzer József, όπως βαπτίστηκε, τον άνθρωπο-βραβείο της δημοσιογραφίας. Ας δούμε πώς ένας Ούγγρος έγινε συνώνυμο της αμερικανικής δημοσιογραφικής αριστείας -ου μην του πλανήτη.
Γόνος πλούσιας εβραϊκής οικογένειας
Ο József γεννήθηκε εκεί, στις 10/4 του 1874. Ήταν γόνος πλούσιας εβραϊκής οικογένειας, ο πατέρας του, Philip ήταν Εβραίος-Ούγγρος. Η μητέρα του, Louise Berger, Γερμανίδα και Καθολική. Ο Philip ήταν έμπορος σιτηρών, άκρως επιτυχημένος, ενώ απολάμβανε το σεβασμό όλων. Όταν γεννήθηκε ο József, η οικογένεια μετακόμισε στη Βουδαπέστη, όπου ο μικρός φοίτησε στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία. Όταν ο πατήρ πέθανε και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, ο József έφυγε για την Αμερική.
Στα 17 αποφάσισε πως ήθελε να γίνει στρατιώτης και αποπειράθηκε να μπει στον αυστριακό στρατό, την λεγεώνα των ξένων της Γαλλίας για αποστολή στο Μεξικό και το βρετανικό στρατό, για αποστολή στην Ινδία. Απορρίφθηκε από όλους, επειδή είχε μυωπία και εύθραυστη υγεία. Συνέχισε να διεκδικεί το δικαίωμα του στην στράτευση και μια γνωριμία (με υπεύθυνο προσλήψεων του αμερικανικού στρατού), στο Αμβούργο, τον οδήγησε στις ΗΠΑ. Είχε καταχωρηθεί ως αντικαταστάτης ενός κληρωτού -διαδικασία που τότε επιτρεπόταν, υπό το σύστημα επιλογής στρατιωτών για τον Εμφύλιο.
O θρύλος τον θέλει να πήδηξε από το καράβι, στη Βοστώνη και να κολύμπησε έως την ακτή, αποφασισμένος να μη του πάρει άλλος τη θέση -και το μισθό. Κατετάγη (το 1864) για ένα χρόνο στο Ιππικό του Lincoln, στο οποίο άνηκαν πολλοί Γερμανοί. Ως γερμανόφωνος, πέρασε μια χαρά. Παρεμπιπτόντως, όταν έφτασε στις ΗΠΑ μιλούσε γερμανικά, γαλλικά και κάποιες λέξεις αγγλικών.
Διεύρυνε τις γνώσεις του, επί της αγγλικής, κάνοντας διάφορες δουλειές στο Kansas City, όπου μετακόμισε γιατί στη Νέα Υόρκη δεν έβρισκε εργασία, μετά τον πόλεμο. Δούλεψε ως οδηγός μουλαριών, κουβαλητής αποσκευών, σερβιτόρος. Όταν έπιασε δουλειά σε γραφείο που ασχολείτο με τα δικαιώματα επί της γης, για το Atlantic and Pacific Railroad βρήκε τον τρόπο να εξασφαλίσει την είσοδο του στην εμπορική βιβλιοθήκη. Εκεί διάβαζε ό,τι έβρισκε επί της αγγλικής γλώσσας, αλλά και των νομικών. Σημειωτέον, άλλαξε και το όνομα του σε Jozeph Pulitzer.
Σε αυτό το κτίριο και για την ακρίβεια, στο δωμάτιο που έπαιζαν οι επισκέπτες σκάκι, άλλαξε η ζωή του. Όπως παρατηρούσε ένα παιχνίδι μεταξύ θαμώνων, άσκησε δριμεία κριτική σε μια κίνηση. Οι παίκτες εντυπωσιάστηκαν και άρχισαν να του κάνουν ερωτήσεις. Με το τέλος της συζήτησης, έμαθε ότι μιλούσε με τους εκδότες της γερμανόφωνης καθημερινής εφημερίδας, Westliche Post. Η συνάντηση ολοκληρώθηκε με μια πρόταση για δουλειά.
Στην τετραετία που ακολούθησε, έγινε γνωστός ως εργασιομανής, ακούραστος, πρωτοπόρος δημοσιογράφος. Όταν λοιπόν, το 1872 οι ιδιοκτήτες του πρότειναν να αναλάβει τη σχεδόν χρεοκοπημένη εφημερίδα, δέχθηκε την πρόκληση. Στα 25 έγινε εκδότης και ως τέτοιος έκανε διάφορες ευφυείς επιχειρηματικές συμφωνίες που τον οδήγησαν στην θέση του ιδιοκτήτη της St. Louis Dispatch, το 1878. Είχε “φτιάξει” όνομα και είχε αποκτήσει υπόσταση στο δημοσιογραφικό χώρο. Δεν επαναπαύτηκε. Συνέχισε την πορεία προς το θρίαμβο, μετά... τη στάση που έκανε για να γίνει σύζυγος.
Η συγγένεια του με τον Jefferson Davis
Στις αρχές του 1878 παντρεύτηκε την Kate Davis, ανιψιά του Jefferson Davis, Αμερικανού πολιτικού που διετέλεσε ο μόνος πρόεδρος της Συνομοσπονδίας, της μη αναγνωρισμένης χώρας στη Βόρειο Αμερική που “υπήρξε” από το 1861 έως το 1865 και συγκρότησαν επτά πολιτείες που αποσχίστηκαν και ευνοούσαν την σκλαβιά (South Carolina, Mississippi, Florida, Alabama, Georgia, Louisiana και Texas). Δηλαδή, ήταν ο Πρόεδρος της Συνομοσπονδίας καθ’ όλη τη διάρκεια του αιματηρού εμφυλίου. Nωρίτερα, ο Davis υπήρξε μέλος των Δημοκρατικών και ο 23ος υπουργός πολέμου των ΗΠΑ, υπό τον Franklin Pierce.
Μετά κατηγορήθηκε ως συνεργός στη δολοφονία του Abraham Lincoln (για εσχάτη προδοσία), από τον πρόεδρο Andrew Johnson, ο οποίος επικήρυξε τον Davis, με 100.000 δολάρια. Ο τελευταίος προσπάθησε να διαφύγει της σύλληψης, αλλά δεν τα κατάφερε. Φυλακίστηκε και πέρασε στην απομόνωση το μεγαλύτερο διάστημα έως την αποφυλάκιση του, τον Φλεβάρη του 1869. Έπειτα πήρε και συγχώρεση, προσπάθησε να ξαναφτιάξει τη ζωή του, σε Καναδά, Λονδίνο και Κούβα. Πέθανε το 1889, σε ηλικία 81 χρόνων.
Πώς έκανε την New York World πρώτη
Πίσω στον Pulitzer, μετά το γάμο του με την Kate (απέκτησαν 7 παιδιά, τα δυο πέθαναν στην εφηβεία) είχε γίνει Αμερικανός πολίτης, γνώστης της αγγλικής, ο οποίος ντυνόταν με στιλ, απολάμβανε την κοινωνική ζωή του St. Louis και εν πάση περιπτώσει, είχε έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο ζωής. Μέχρι που συγχώνευσε την St. Louis Dispatch με την The Post και δεν είχε χρόνο για κάτι άλλο. Το όνομα του νέου προϊόντος ήταν το St. Louis Post Dispatch. Συνεργάτης του, ονόματι James Wyman Barret, είχε γράψει στη βιογραφία του πως “ο Joseph ερχόταν στη δουλειά νωρίς το πρωί και έμενε στο γραφείο του έως τα μεσάνυχτα -ή και πιο αργά. Ενδιαφερόταν για κάθε λεπτομέρεια που υπήρχε στην εφημερίδα”.
Είχε πει πως ήθελε μια διαφορετική εφημερίδα, που δεν θα είχε... παλιά νέα. Θεωρούσε πως οι εφημερίδες ήταν δημόσια ιδρύματα, με την υποχρέωση να βελτιώσουν την κοινωνία.
Επικεντρώθηκε σε όσα ήθελε να διαβάσει ο κόσμος. Το καλύτερο του ήταν τα άρθρα που αποκάλυπταν υποθέσεις διαφθοράς κυβερνώντων, πολιτικούς που είχαν προβλήματα με τον τζόγο, άλλους που φοροδιέφευγαν. Εξαπέλυε και επιθέσεις, μέσω δικών του άρθρων. Δημιούργησε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως ερευνητική δημοσιογραφία.
Οι ατελείωτες ώρες δουλειάς επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του. Είχε αρχίσει να χάνει την όραση του, σε βαθμό που να πρέπει να επιστρέψει -συνοδεία της συζύγου του- στην Ευρώπη, για να επισκεφτεί τον καλύτερο οφθαλμίατρο. Αυτό το ταξίδι δεν έγινε ποτέ. Ο Pulitzer είχε γνωρίσει τον Jay Gould, ένα χρηματοοικονομικό σύμβουλο με τον οποίον διαπραγματεύτηκε την αγορά της εφημερίδας New York World.
To 1883 την έκανε δική του, για 346.000 δολάρια. Έως τότε το έντυπο έχανε 40.000 δολάρια το χρόνο. Το ζητούμενο ήταν να κάνει την επανάσταση στο χώρο των εκδόσεων. Προσέλαβε κάποιους από τους ανθρώπους που αύξησαν κατακόρυφα την κυκλοφορία της St. Louis Post Dispatch και συνέχισε τις τεχνικές των επιθέσεων στις αδικίες και τις παρανομίες. Οι τίτλοι του συνήθως προκαλούσαν πανικό -αν όχι τρόμο.
Για να διανθίσει τον τρόπο που παρουσιαζόταν το ρεπορτάζ, εμπνεύστηκε την εκτεταμένη χρήση εικόνων. Προσέλαβε καλλιτέχνες που δημιουργούσαν την εικόνα των συνθηκών στις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι, ως αποτέλεσμα της διαφθοράς. Μέσα σε δυο χρόνια, η New York World έγινε η εφημερίδα με τους περισσότερους αναγνώστες, στις ΗΠΑ. Δεν τον χειροκρότησαν όλοι. Για παράδειγμα, ο Charles Anderson Dana, εκδότης της The Sun τον χαρακτήρισε ως “ο Εβραίος που απαρνήθηκε τη φυλή και τη θρησκεία του”. Στόχος ήταν να αποξενωθεί από την κοινότητα των Εβραίων στη Νέα Υόρκη, ώστε... να πέσουν οι πωλήσεις.
Η σχέση του με την κίτρινη δημοσιογραφία
O ρόλος της κόντρας του Pulitzer με τον Hearst
Στο Wikipedia διαβάζεις πως ο Pulitzer ήταν ο τύπος που σύστησε στον κόσμο την “κίτρινη δημοσιογραφία”, δηλαδή το ρεπορτάζ που δεν ήταν απολύτως επιβεβαιωμένο, αλλά φλέρταρε -αν όχι ξεπερνούσε- τα όρια της υπερβολής και της δημιουργίας εντυπώσεων. Άλλες πηγές επιμένουν ότι για αυτό το είδος ευθύνεται ο Erwin Wardman, διευθυντής της New York Press. Αυτός δημοσίευσε πρώτος το σχετικό όρο, αλλά ουδέποτε τον προσδιόρισε. Ο Frank Luther Mott, Αμερικανός ιστορικός και δημοσιογράφος έδωσε πρώτος την ερμηνεία.
“Η κίτρινη δημοσιογραφία έχει πέντε χαρακτηριστικά
*τρομακτικούς τίτλους, με τεράστια γράμματα που αφορούν μικρές ειδήσεις
*πολλές φωτογραφίες ή σκίτσα
*χρήση ψευδών ειδήσεων, παραπλανητικών τίτλων, ψευδώνυμων και μια παρέλαση ψευδούς γνώσης από υποτιθέμενους εξπέρ
*έμφαση σε κυριακάτικα, έγχρωμα, ένθετα -συνήθως με κόμικ
*δραματική συμπάθεια για το αουτσάιντερ στη μάχη του εναντίον του συστήματος”.
Σημείωση: ο Mott πήρε Pulitzer ιστορίας, το 1939, για δυο τεύχη της σειράς “A History of American Magazines”.
Στην ανάδειξη της κίτρινης δημοσιογραφίας έπαιξε τεράστιο ρόλο και ένα άλλο γεγονός: η μάχη του Pulitzer με έναν άλλο μεγάλο εκδότη της εποχής, για τις κυκλοφορίες. Ο William Randolph Hearst (γόνος εκατομμυριούχου επιχειρηματία σε εξόρυξη χρυσού) είχε μελετήσει τον τρόπο του Pulitzer και τον κόπιαρε πρώτα στην San Francisco Examiner, που κληρονόμησε από τον πατέρα του, το 1887. Είχε αφιερώσει το 24% του χώρου σε ιστορίες που αφορούσαν την ηθική ή τους ενήλικες.
Ένας από τους πρώτους τίτλους... στο πνεύμα του Pulitzer ήταν το “HUNGRY, FRANTIC FLAMES”, στο θέμα με φωτιά που είχε ξεσπάσει σε ξενοδοχείο. Όταν πήρε την The New York Journal έκανε μια από τα ίδια. Προτίμησε θέματα και τίτλους με εγκλήματα, διαφθορά, σεξ και υπονοούμενα. Χρόνο με το χρόνο πρόσθετε και άλλες εφημερίδες σε αυτό που έγινε αλυσίδα, με τουλάχιστον ένα έντυπο σε κάθε μεγάλη πόλη της Αμερικής -μετά πέρασε και στα περιοδικά. Το yellow journalism προέρχεται από τον πρωταγωνιστή κόμικ με τίτλο “The Yellow Kid” (ο δημιουργός ήταν ο Richard F. Outcault) που δημοσιευόταν κάθε Κυριακή, στη New York World, από το 1895 έως το 1898, οπότε τον προσέλαβε ο Hearst.
Η εξωτερική πολιτικών των ΗΠΑ στην Καραϊβική και το ξέσπασμα του ισπανοαμερικανικού πολέμου έβαλε ένα τέλος στη μάχη που θα έλεγες ότι ήταν αδιάφορη, με τους εκδότες να επιστρέφουν στην ουσία: την έρευνα και τη δημοσίευση των καλύτερων ρεπορτάζ. Και ναι, ο κόσμος απέδειξε πως αυτά ήθελε να διαβάζει. Η μυστηριώδης έκρηξη στο πλοίο Maine και η βύθιση του, στο λιμάνι της Havana (Φεβρουάριος 1898) έδωσε και στους δυο εκδότες την ευκαιρία να κάνουν σωστά τη δουλειά τους και παράλληλα να πουλήσουν πολλά αντίτυπα. Μόνο που η κίτρινη δημοσιογραφία είχε μπει στο DNA των αναγνωστών και έτσι άρχισαν να απαιτούν πόλεμο με όποιον είχε βυθίσει το αμερικανικό πλοίο. Το “Remember the Maine” έγινε δημόσια απαίτηση για πόλεμο. Μετά τους τέσσερις μήνες που διήρκεσε (ο πόλεμος), ο Pulitzer έκοψε κάθε σχέση με την κίτρινη δημοσιογραφία.
Από το 1890 ο -άνθρωπος των Δημοκρατικών στη Νέα Υόρκη που ωστόσο, είχε ενημερώσει “εξυπηρετούμε το λαό και όχι τα κόμματα, είμαστε όργανο της αλήθειας”- Pulitzer δεν μπορούσε πια να πηγαίνει καθημερινώς και ολημερίς στο γραφείο. Στα 43 απέκτησε πολλές περιπέτειες με την υγεία του. Έχασε το μεγαλύτερο ποσοστό της όρασης του, απέκτησε ασθένεια που τον έκανε εξαιρετικά ευαίσθητο στο θόρυβο και έπαθε κατάθλιψη. Πήγε στο εξωτερικό για να βρει γιατρειά. Δεν τα κατάφερε και τις δυο επόμενες δεκαετίες τις πέρασε σε ηχομονωμένες “κρύπτες”, όπως είχε χαρακτηρίσει το σκάφος του (Liberty) και την έπαυλη του. Παρ’ όλα αυτά, είχε τον πλήρη έλεγχο των όσων δημοσιεύονταν στις εφημερίδες του. Για να εξασφαλίσει την εμπιστευτικότητα στην επικοινωνία, εμπιστεύτηκε έναν κώδικα που “γέμισε” βιβλίο με 20.000 ονόματα και όρους.

"Το μέλλον της δημοκρατίας είναι στα χέρια των μελλοντικών δημοσι
Ανέκαθεν υποστήριζε πως θα έπρεπε η Αμερική να ‘χει τουλάχιστον μια σχολή δημοσιογραφίας. Ένα ίδρυμα στο οποίο να εκπαιδεύονται σωστά, οι ρεπόρτερ. Το 1892 είχε δώσει στον πρόεδρο του Columbia University, Seth Low χρήματα για να δημιουργήσει την πρώτη δημοσιογραφική σχολή. Η πρόταση απορρίφθηκε. Ο Pulitzer επανήλθε το 1902, οπότε άλλαξε ο πρόεδρος (ανέλαβε ο Nicholas Murray Butler). Αυτή τη φορά του είπαν πως θα δέχονταν ένα πλάνο για σχολή και για δημοσιογραφικά βραβεία. Όλα αυτά έγιναν πραγματικότητα, μετά το θάνατο του Pulitzer: άφησε στη διαθήκη του, το ποσό των 2.000.000 δολαρίων που έγιναν το Columbia University Graduate School of Journalism. Ακολούθησε το Missouri School of Journalism, στο οποίο επίσης είχε βάλει το χεράκι του ο Pulitzer.
Το Μάιο του 1904 έγραψε άρθρο στη The North American Review, για να στηρίξει αυτήν την πρόταση, την οποία συνόψισε στην εξής φράση: “Η δημοκρατία μας και ο τύπος της θα ανυψωθούν ή θα καταστραφούν μαζί. Ένας ικανός, αδιάφορος τύπος που έχει ως γνώμονα το καλό του λαού, θα εκπαιδευτεί ώστε να γνωρίζει το δίκαιο και το θάρρος που χρειάζεται για να κάνει τη δουλειά του. Τότε θα μπορεί να διατηρήσει τη δημόσια αρετή, χωρίς την οποία μια δημοφιλής κυβέρνηση είναι ψευδής και αστεία. Ένας κυνικός, μισθοφορικός, δημαγωγικός Τύπος θα οδηγήσει σε έναν λαό που θα στηρίζεται στον εαυτό του. Η δύναμη να διαμορφώσουμε το μέλλον της δημοκρατίας μας θα είναι στα χέρια των δημοσιογράφων των μελλοντικών γενεών”.
Το 1907 έδωσε την καρέκλα του στο γιο του, Ralph και προσέλαβε τον Frank I. Cobb για διευθυντή. Eίχε κάνει έρευνα, σε όλη τη χώρα, για να βρει τον καλύτερο. Εντόπισε τον Cobb στο Detroit. Διάλεξε πολύ προσεχτικά τις λέξεις που έγραψε στο γράμμα της παραίτησης. Τυπώθηκε σε όλες τις εφημερίδες της Νέας Υόρκης, πλην της World.
H αποκάλυψη που έγινε συνώνυμο της ελευθερίας του Τύπου
Το 1909 η World αποκάλυψε δόλια καταβολή 40 εκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ, στη French Panama Canal Company. Η κυβέρνηση αντέδρασε ασκώντας ποινική δίωξη στον Pulitzer “για εγκληματική εμπλοκή” των Theodore Roosevelt και JP Morgan (τραπεζίτης). Εκείνος αρνήθηκε να υποχωρήσει, οι ρεπόρτερ του συνέχισαν την έρευνα και όταν το δικαστήριο απέρριψε το κατηγορητήριο, εκείνος χειροκροτήθηκε για μια τεράστια νίκη της ελευθερίας του Τύπου. Πέθανε στις 29 Οκτωβρίου του 1911. Εκείνο το χρόνο είχε “δέσει” το γιο του στο λιμάνι του Charleston. Μιλούσε με τη Γερμανίδα γραμματέα του και του διάβαζε για τον Λουδοβίκο τον XI. Ενώ εκείνη έφτανε προς το τέλος, ο Pulitzer της είπε, στα γερμανικά, “σε παρακαλώ ήρεμα”. Αυτή ήταν η τελευταία του φράση. Ήταν 64 χρόνων.
Είχε αφήσει οδηγίες για τα βραβεία
Tη χρονιά που ακολούθησε το Columbia University απέκτησε σχολή δημοσιογραφίας. Τα πρώτα βραβεία δόθηκαν το 1917, υπό την εποπτεία επιτροπής που πληρούσε τις προϋποθέσεις που εκείνος είχε θέσει. Οραματίστηκε ένα γκρουπ συμβούλων που θα συγκροτείτο πρωτίστως από εκδότες. Μέλη θα ήταν ο πρόεδρος του Columbia University και μελετητές, όπως και “πρόσωπα διακεκριμένα που δεν είναι δημοσιογράφοι ή εκδότες”. Τη σήμερον ημέρα την επιτροπή συγκροτούν 19 άτομα, εκ των οποίων οι 4 είναι ακαδημαϊκοί και οι υπόλοιποι κορυφαίοι διευθυντές και αρθρογράφοι. Ο πρόεδρος αλλάζει κάθε χρόνο και είναι κάποιος μεταξύ των πιο παλιών μελών. Η επιτροπή ψηφίζει για τα μέλη που αποκτούν τριετή θητεία. Δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην επαγγελματική αριστεία και την ποικιλομορφία -σε φύλο, εθνικό υπόβαθρο, γεωγραφική κατανομή και μέγεθος ειδησεογραφικού οργανισμού. Αυτό που δεν είχε προβλέψει ο Pulitzer ήταν η digital δημοσιογραφία, που προστέθηκε στις επιλογές της επιτροπής τα τελευταία χρόνια.
Κάποιες από τις ατάκες του που πέρασαν στην ιστορία
“Ένας δημοσιογράφος είναι η επιφυλακή στη γέφυρα του πλοίου του έθνους. Σημειώνει ποια πλοία περνούν, όλα τα μικρά πράγματα που ενδιαφέρουν, εκείνη την κουκκίδα στον ορίζοντα σε έναν τέλειο καιρό. Ενημερώνει για ναυαγό που μπορεί να σώσει το πλοίο. Κοιτάζει προσεχτικά, μέσα σε ομίχλες και καταιγίδες, για να προειδοποιήσει για τυχόν κινδύνους. Δεν σκέφτεται μισθούς ή τα κέρδη του ιδιοκτήτη. Είναι εκεί, για να προσέχει την ασφάλεια και την ευημερία των ανθρώπων που τον εμπιστεύονται”.
“Τα χρήματα είναι η μεγάλη δύναμη σήμερα. Οι άνδρες πωλούν τις ψυχές τους για αυτό. Οι γυναίκες πωλούν το σώμα τους γι ‘αυτό. Άλλοι το λατρεύουν. Η δύναμη που σου δίνει το χρήμα έχει αυξηθεί τόσο πολύ που το θέμα όλων των θεμάτων είναι αν η εταιρία θα έπρεπε να κυβερνά τη χώρα ή η χώρα θα έπρεπε να κυβερνά πάλι όλες τις εταιρίες”.
“Κάθε θέμα που παρουσιάζει η εφημερίδα είναι μια ευκαιρία, μια υποχρέωση να πεις κάτι θαρραλέο και αληθινό. Να ξεπεράσεις το μέτριο και το συμβατικό. Να πεις κάτι που θα κερδίσει το σεβασμό του ευφυούς ανθρώπου, αυτού που ‘χει παιδεία, του ανεξάρτητου κομματιού της κοινότητας. Να μη φοβηθείς τα κόμματα. Να μη φοβηθείς τη λαϊκή προκατάληψη. Θα προτιμούσα να έχω ένα τέτοιο άρθρο κάθε μέρα. Εκείνες τις δέκα, είκοσι γραμμές που αντιπροσωπεύουν εύκολα τη σκληρή δουλειά μιας ολόκληρης ημέρας, κατά τρόπο που αφορά συγκέντρωση, διαρκή σκέψη, αναθεώρηση, που έχει τύχει προσοχής ως περιεχόμενο και ως στιλ και στο οποίο έχει ζυγιστεί κάθε λέξη”.
“Ενδιαφέρομαι πάρα πολύ για την πρόοδο και την ανύψωση της δημοσιογραφίας, έχοντας περάσει όλη μου τη ζωή σε αυτό το επάγγελμα και θεωρώντας το ως ένα ευγενές επάγγελμα. Ένα επάγγελμα μεγάλης σημασίας για την επιρροή που έχει στα μυαλά και την ηθική του κόσμου”.
“Αυτό που χρειάζεται μια εφημερίδα στις ειδήσεις της, στους τίτλους της, στη σελίδα του editorial είναι αίσθηση του χιούμορ, συνοπτικότητα, περιγραφική εξουσία, σάτιρα, πρωτοτυπία, καλό λογοτεχνικό ύφος, έξυπνη συμπύκνωση των πληροφοριών και ακρίβεια, ακρίβεια, ακρίβεια”.
“Δεν υπάρχει έγκλημα, δεν υπάρχει αποφυγή ή τέχνασμα ή εξαπάτηση ή κακοποίηση που δεν ζει στο απόλυτο σκοτάδι”.
“Με ενδιαφέρει να βοηθήσω στην προσέλκυση νέων ανθρώπων, σε αυτό το επάγγελμα. Ανθρώπων με χαρακτήρα και ικανότητες. Θέλω και να βοηθήσω όσους ήδη εμπλέκονται με το επάγγελμα, να αποκτήσουν υψηλή ηθική και πνευματική κατάρτιση”.
“Οι εφημερίδες δεν πρέπει να ‘χουν φίλους”.
“Ο αντικειμενικός μου στόχος είναι να βοηθήσω τους φτωχούς. Οι πλούσιοι μπορούν να βοηθήσουν τους εαυτούς τους. Πιστεύω πολύ στους αυτοδημιούργητους”.